- σκληραγώγηση
- η, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληραγωγώ, η υποβολή κάποιου σε σκληραγωγία, η διαμόρφωση ανθεκτικού στις κακουχίες ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληραγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. σκληραγώγησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.