σκληραγώγηση

σκληραγώγηση
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληραγωγώ, η υποβολή κάποιου σε σκληραγωγία, η διαμόρφωση ανθεκτικού στις κακουχίες ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληραγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. σκληραγώγησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκληραγώγηση — η υποβολή σε σκληραγωγία: Η σκληραγώγηση των νέων ήταν ο κύριος σκοπός της σπαρτιατικής πολιτείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”